- προαποδείκνυμι
- Α1. αποδεικνύω ή καταδεικνύω κάτι εκ τών προτέρων («τοιάδε ἀλλήλοις ἀπό τε τῆς στολῆς καὶ τῶν σχημάτων προαπεδείκνυντο», Αππ.)2. παθ. προαποδείκνυμαι(για άρχοντες) διορίζομαι εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαποδεδειγμένα — προαποδείκνυμι prove perf part mp neut nom/voc/acc pl προαποδεδειγμένᾱ , προαποδείκνυμι prove perf part mp fem nom/voc/acc dual προαποδεδειγμένᾱ , προαποδείκνυμι prove perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποδεδειγμένας — προαποδεδειγμένᾱς , προαποδείκνυμι prove perf part mp fem acc pl προαποδεδειγμένᾱς , προαποδείκνυμι prove perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποδεδειγμένον — προαποδείκνυμι prove perf part mp masc acc sg προαποδεδειγμένον , προαποδείκνυμι prove perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποδεδειγμένων — προαποδείκνυμι prove perf part mp fem gen pl προαποδεδειγμένων , προαποδείκνυμι prove perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποδεικνύντων — προαποδείκνυμι prove pres part act masc/neut gen pl προαποδεικνύντων , προαποδείκνυμι prove pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποδεικνύουσι — προαποδείκνυμι prove pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προαποδεικνύουσι , προαποδείκνυμι prove pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποδειχθέντα — προαποδείκνυμι prove aor part pass neut nom/voc/acc pl προαποδειχθέντα , προαποδείκνυμι prove aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποδείκνυμεν — προαποδείκνυμι prove pres ind act 1st pl προαποδείκνυμεν , προαποδείκνυμι prove imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποδέδειχεν — προαποδείκνυμι prove perf ind act 3rd sg προαποδέδειχεν , προαποδείκνυμι prove plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπόδειξη — η / προαπόδειξις, είξεως, ΝΑ [προαποδείκνυμι] νεοελλ. (νομ.) η πριν από την έκδοση προδικαστικής απόφασης προσαγωγή, από τους διαδίκους, όλων τών εγγράφων που αποδεικνύουν την αλήθεια τών ισχυρισμών τους αρχ. προκαταρκτική απόδειξη … Dictionary of Greek